- ἁλικός
- ἁ̱λικός , ἁλίζω 1gather togetherperf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)ἁ̱λικός , ἁλίζω 2saltperf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἅλικος — ἁλίκος sea borne masc nom sg ἅ̱λικος , ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλικός — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * ἁλικός, ή, ὸν (Α) βλ. αλυκός* το θηλ. ἁλική, ή και το ουδ. πληθ. ἁλικά, τα (ως ουσιαστ.) φόροι… … Dictionary of Greek
άλικος — Μάρτυρας του χριστιανισμού. Μαρτύρησε στη Νικομήδεια της Μ. Ασίας στα χρόνια του Διοκλητιανού. Μαζί του θανατώθηκαν και 82 άλλοι ομόθρησκοί του. * * * η, ο 1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο… … Dictionary of Greek
άλικος — η, ο (λ. τουρκ.), κατακόκκινος: Ήταν ένα ευωδιαστό άλικο τριαντάφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιλ(λ)αλικός — ή, ό [παλιλ(λ)αλία] αυτός που πάσχει από παλιλλαλία … Dictionary of Greek
ἁλίκων — ἁλίκος sea borne fem gen pl ἁλίκος sea borne masc/neut gen pl ἁλικά sea borne neut gen pl ἁ̱λίκων , ἧλιξ of the same age masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνομάλιξ — άλικος, ὁ, ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. συνομῆλιξ … Dictionary of Greek
ἁλίκη — ἁλίκος sea borne fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἁ̱λίκη , ἁλίζω 1 gather together plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁ̱λίκη , ἁλίζω 1 gather together plup ind act 1st sg (doric aeolic) ἁ̱λίκη , ἁλίζω 2 salt plup ind act 3rd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίκην — ἁλίκος sea borne fem acc sg (attic epic ionic) ἁ̱λίκην , ἁλίζω 1 gather together plup ind act 1st sg (doric aeolic) ἁ̱λίκην , ἁλίζω 2 salt plup ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλίκης — ἁλίκος sea borne fem gen sg (attic epic ionic) ἁ̱λίκης , ἁλίζω 1 gather together plup ind act 2nd sg (doric aeolic) ἁ̱λίκης , ἁλίζω 2 salt plup ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)